- κρεολός
- -ή, -ό1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κρεολός, η κρεολήάτομο από Ευρωπαίους γονείς που γεννήθηκε και ανατράφηκε αρχικά στις Αντίλλες, έπειτα σε οποιαδήποτε από τις ισπανικές, γαλλικές ή πορτογαλικές κτήσεις, σε αντιδιαστολή προς όσους γεννήθηκαν στην Ευρώπη και μετανάστευσαν αργότερα, καθώς και προς τους μιγάδες2. μιγάς3. (στις Η ΠΑ) γαλλόφωνος τής περιοχής τής Λουιζιάνας, γαλλικής ή ισπανικής καταγωγής4. ως επίθ. κρεολικός* («κρεολές γλώσσες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. creole < ισπ. criollo < πορτογ. crioulo «ιθαγενής, γηγενής» (πιθ. < cria «σκλάβος») < πορτογαλ. criar «ανατρέφω» < λατ. creare «δημιουργώ»].
Dictionary of Greek. 2013.